ὠκύπτερος

ὠκύπτερος
ὠκύπτερος
swift-winged
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ωκύπτερος — η, ο / ὠκύπτερος, ον, ΝΑ 1. αυτός που πετά γρήγορα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ωκύπτερα τα μακριά φτερά τών πτερύγων, με τα οποία αυξάνεται η ταχύτητα τής πτήσης αρχ. μτφ. (για πλοίο) ταχύπλοος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + πτερος (<… …   Dictionary of Greek

  • ὠκύπτερον — ὠκύπτερος swift winged masc/fem acc sg ὠκύπτερος swift winged neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠκυπτέροις — ὠκύπτερος swift winged masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠκυπτέρους — ὠκύπτερος swift winged masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠκυπτέρων — ὠκύπτερος swift winged masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠκυπτέρῳ — ὠκύπτερος swift winged masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠκύπτερα — ὠκύπτερος swift winged neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠκύπτεροι — ὠκύπτερος swift winged masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τὠκυπτέρω — ὠκυπτέρω , ὠκύπτερος swift winged masc/fem/neut nom/voc/acc dual ὠκυπτέρω , ὠκύπτερος swift winged masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχύπτερος — η, ο (Α βραχύπτερος, ον) (για πτηνά) αυτός που έχει μικρά φτερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς + πτερος < πτερόν (πρβλ. πυκνόπτερος, ταχύπτερος, ωκύπτερος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”